- ημίσκληρος
- -η, -ο1. όχι εντελώς σκληρός («ημίσκληρος σίτος»)2. (μεταλλ.) χαρακτηρισμός ορισμένων χαλύβων με μικρή περιεκτικότητα άνθρακα.[ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι-* + σκληρόςμε τη δεύτερη σημ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. semi-dur < semi- (πρβλ. ημι-) + dur «σκληρός». Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Σεφ. Π. Εμμ. Γιαννόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.